ασκημίζω

ασκημίζω
και ασχημίζω (Μ ἀσχημίζω)
1. γίνομαι άσχημος, χάνω την ομορφιά μου
2. κάνω κάποιον να χάσει την ομορφιά του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ασκημίζω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασχημίζω — και ασκημίζω (Μ ασχημίζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι άσχημο, δύσμορφο, ασχημαίνω 2. γίνομαι άσχημος 3. υποβιβάζω ηθικά …   Dictionary of Greek

  • schimă — SCHÍMĂ, schime, s.f. I. 1. Ordin călugăresc sau preoţesc; tagmă, cin. 2. Haină călugărească. II. Gest, mişcare prin care cineva vrea să exprime ceva. ♦ Mişcare a feţei; grimasă, strâmbătură. – Din ngr. schima. Trimis de IoanSoleriu, 22.07.2004.… …   Dicționar Român

  • ασκημαίνω — ασκημαίνω, ασκημίζω → δες ασχημαίνω, ασχημίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασχημίζω — και ασκημίζω ισα 1. μτβ., κάνω κάτι άσχημο: Αυτό το έπιπλο ασχημίζει τη σάλα. 2. αμτβ., γίνομαι άσχημος: Το κορίτσι μας όσο μεγαλώνει ασχημίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”